παραποιητής

παραποιητής
ο
αυτός που παραποιεί κάτι, διαστρεβλωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Γ. Πασλιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”